- εύθυμος
- -η, -ο (ΑΜ εὔθυμος, -ον)1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια»)νεοελλ.αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτοςμσν.γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως», Διγ. Ακρ.)αρχ.1. αγαθός, ευμενής («εὔθυμος ἄναξ», Ομ. Οδ.)2. (για ίππο) ο ζωηρός, ο θυμοειδής («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», Ξεν.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθυμονη ευθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θυμός «ψυχή»].
Dictionary of Greek. 2013.